κομπάσειας

κομπάσειας
κομπάζω
boast
aor opt act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομπάζω — (ΑM κομπάζω) [κόμπος] καυχιέμαι χωρίς να τό αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία τού γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ εἰ λάβοις», Σοφ.) αρχ. 1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”